- ὑπηρέτησαν
- ὑ̱πηρέτησαν , ὑπηρετέωdo service on board shipaor ind act 3rd plὑπηρετέωdo service on board shipaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπηρετῆσαν — ὑπηρετέω do service on board ship aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βλαχόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλεξάκης (1787 – 1865). Καταγόταν από οικογένεια αρματολών της Νικόπολης της Ηπείρου. Ο Β. και οι μικρότεροι αδελφοί του, Κωνσταντίνος και Δημήτριος, έμαθαν τα πρώτα γράμματα στα Ιωάννινα και υπηρέτησαν στην αυλή… … Dictionary of Greek
μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) … Dictionary of Greek
παγωμένος — Επώνυμο δύο στρατιωτικών από την Κορώνη της Μεσσηνίας (Μιχαήλ και Νικόλαος), που έζησαν τον 16o αι. Ήταν αρχηγοί στρατιωτών, δηλ. στρατιωτικών σωμάτων που τα συγκροτούσαν Έλληνες πολεμιστές, οι οποίοι υπήρξαν πρόσφυγες στην Ιταλία και σε άλλες… … Dictionary of Greek
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek
τερθρεία — ἡ, ΜΑ [τερθεύομαι] (στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας αρχ. 1. λογομαχία σχετικά με λέξεις 2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση 3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως… … Dictionary of Greek
Άλμπανι — (Albani). Ιταλική οικογένεια, πιθανότατα αλβανικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στο Ουρμπίνο το 1464. Οι Ά. στην αρχή υπηρέτησαν τους δούκες του Ουρμπίνο και αργότερα, εξαιτίας των στενών σχέσεων που είχαν με την παπική αυλή, μετοίκησαν στη… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Κλεάνθης, Σταμάτιος — (Βελβεντός Μακεδονίας 1802 – Αθήνα 1862). Αρχιτέκτονας. Θεωρείται εκπρόσωπος της περιόδου του νεοκλασικισμού. Σε νεαρή ηλικία πολέμησε στο Δραγατσάνι και αιχμαλωτίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή του πήγε στο Βερολίνο, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Το … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek